φτωχοκομείο

φτωχοκομείο
το богадельня; приют для бедных

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φτωχοκομείο" в других словарях:

  • φτωχοκομείο — το, Ν πτωχοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχοκομείο με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού π σε διαρκές φ (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτωχός: φτωχός)] …   Dictionary of Greek

  • φτωχοκομείο — το φιλανθρωπικό ίδρυμα, άσυλο φτωχών (ιδίως γερόντων) που είναι ανίκανοι για εργασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαηλίδης, Βασίλης — (Λευκόνοικο Κύπρου 1849/50 – Λεμεσός 1917). Ποιητής. Θεωρείται η σημαντικότερη πνευματική μορφή της Κύπρου κατά τον 19o αι. Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο του χωριού του, ασχολήθηκε με τη γεωργία. Διορίστηκε έπειτα οικονόμος στη Μητρόπολη …   Dictionary of Greek

  • πτωχοκομείο — πτωχοκομείο, το και φτωχοκομείο, το άσυλο, ίδρυμα για φτωχούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»